- καταρρέουσα
- καταρρέωflow downpres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic)καταρρέωflow downpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Μίλερ, Γουίλιαμ — I (William Miller, Καρμανθενσάιρ 1801 – Κέιμπριτζ 1880). Άγγλος φυσικός και κρυσταλλογράφος. Είναι γνωστός για τις εργασίες του στην ορυκτολογία και στην κρυσταλλογραφία καθώς και από τους ομώνυμους δείκτες που καθιέρωσε για τον καθορισμό των… … Dictionary of Greek